ανθεσφόρος — ἀνθεσφόρος, ον (Α) 1. αυτός που ανθοφορεί, λουλουδιασμένος 2. ανθεσφόροι, αι γυναίκες που γιορτάζουν τα Ανθεσφόρια* … Dictionary of Greek
ανθικός — ή, ό (Α ἀνθικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άνθη αρχ. εκείνος που ανθοφορεί, που βγάζει λουλούδια … Dictionary of Greek
κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… … Dictionary of Greek
πλάτανος — Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών,… … Dictionary of Greek
τέκομα — (tecoma). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των βιγνονιιδών, με 5 είδη που φυτρώνουν στις ΗΠΑ. Η τ. είναι ποώδης διακοσμητικός θάμνος, με φύλλα αντίθετα, πριονωτά. Τα άνθη της έχουν συνήθως κίτρινο ή πορτοκαλί χρώμα και μυρίζουν ευχάριστα. Η τ.… … Dictionary of Greek
λύθρο — (Lythrum). Γένος φυτών της οικογένειας των λυθριδών, που αριθμεί περίπου 25 είδη. Πρόκειται για πόες με τετραγωνικό βλαστό και γραμμοειδή ή λογχοειδή φύλλα. Τα άνθη του είναι ρόδινα, κόκκινα ή λευκά. Είναι ωραίο διακοσμητικό φυτό και σχηματίζει… … Dictionary of Greek